- βαρυστένακτος
- βᾰρῠ-στένακτος, ον,A = βαρύστονος, Sch.Opp.H.5.152.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυστένακτοι — βαρυστένακτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυστέναχτος — η, ο (ΑΜ βαρυστένακτος, ον) αυτός που αναστενάζει βαθιά … Dictionary of Greek